κλινόκοσμοι

κλινόκοσμοι
κλινόκοσμοι, οἱ (Α) υπάλληλοι που είχαν ως έργο την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών κατά τις τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κόσμος «στολισμός, τακτοποίηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”